Γκίντεον Λέβι, Haaretz, 20/11/2021
Μετάφραση από Niko Demo
Πρώτα ντραπήκαμε, μετά συγκλονιστήκαμε, και μάλιστα το ψάξαμε. Μετά το αρνηθήκαμε και είπαμε ψέματα. Μετά από αυτό, το αγνοήσαμε και το κρύψαμε κάτω από το χαλί, χασμουρηθήκαμε και χάσαμε το ενδιαφέρον μας. Σήμερα, αυτή είναι η χειρότερη φάση απ’ όλες: Αρχίσαμε να επαινούμε τους δολοφόνους παιδιών. Αυτό δείχνει πόσο μακριά έχουμε φτάσει.
Το πρώτο παιδί που θυμάμαι, δεν είχε κλείσει ούτε μια μέρα ζωής. Η μητέρα του, Φαϊζά Αμπού Νταχούκ , το γέννησε σε ένα σημείο ελέγχου του ισραηλινού στρατού. Οι στρατιώτες την έδιωξαν μακριά από εκεί και από δύο άλλα σημεία ελέγχου, μέχρι που αναγκάστηκε να το μεταφέρει, μέσα στην κρύα και βροχερή νύχτα. Όταν έφτασε στο νοσοκομείο, το νεογέννητο ήταν ήδη νεκρό.
Το γεγονός τέθηκε σε συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου. Ένας ασφαλίτης απολύθηκε και ακολούθησε μια μίνι καταιγίδα. Ήταν Απρίλιος του 1996, η χρονιά της ελπίδας και των ψευδαισθήσεων. Τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν ξέσπασε η δεύτερη Ιντιφάντα, στρατιώτες σκότωσαν τον Μοχάμεντ αλ-Ντούρα μπροστά στις κάμερες και το Ισραήλ βρισκόταν ήδη στη φάση της άρνησης και του ψεύδους: ο Ντούρα δεν πέθανε. Οι Ισραηλινοί στρατιώτες δεν τον σκότωσαν. ίσως αυτοπυροβολήθηκε, ίσως είναι ακόμα ζωντανός σήμερα.
Χωρίς ίχνος ντροπής και ενοχής εξακολουθούσαν να είναι προσκολλημένοι σ’ αυτή τη λογική, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Μετά από αυτό ακολούθησαν 20 χρόνια αδιαφορίας και εφησυχασμού. Στρατιώτες και πιλότοι σκότωσαν 2.171 παιδιά και εφήβους και καμία από αυτές τις περιπτώσεις δεν σόκαρε κανέναν εδώ, δεν πυροδότησε μια πραγματική έρευνα ή δεν οδήγησε σε δίκη. Πάνω από 2.000 παιδιά μέσα σε 20 χρόνια - 100 παιδιά, τρεις σχολικές τάξεις το χρόνο. Και όλοι τους, μέχρι το τελευταίο, καταδικάστηκαν για τον δικό τους θάνατο.